- ἀμφικείρω
- ἀμφικείρω, [tense] aor. 2 [voice] Pass. -εκάρην,A shear all round, AP9.56 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφεκάρη — ἀμφικείρω shear all round aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικάρη — ἀμφικείρω shear all round aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek